P h y s i s


ΑΡΧΙΚΗ - HOME  |  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ - WHO WE ARE   |   ΠΡΟΪΟΝΤΑ - PRODUCTS  |   ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ - CONTACT

 

Σφουγγαράδες

& Σφουγγάρια

Η Σπογγαλιεία

στις Ν. Σποράδες

Φυσιολογία

των Σπόγγων

Η επεξεργασία

& το εμπόριο

Τάρπον Σπρίνγκς

Οι Συμιακοί
Σφουγγαράδες

Αρμενίζοντας

Τα σπογγαλιευτικά

σκάφη

Μέθοδοι

Σπογγαλιείας

Διάσωση

της Παράδοσης


ΤΑ ΣΠΟΓΓΑΛΙΕΥΤΙΚΑ ΣΚΑΦΗ

 

Αχταρμάς | Γυαλάδικη βάρκα | Καγκάβα | Ντεπόζιτο | Μπακέτο | Σκάφη

Εισαγωγή

Η σπογγαλιεία εξασκείτο με σκάφη που ήταν προσαρμοσμένα στις ανάγκες κάθε μίας από τις εφαρμοζόμενες σπογγαλιευτικές μεθόδους.
Στις μεθόδους που περιελάμβαναν καταδύσεις για την πραγματοποίησή τους χρησιμοποιούσαν συνήθως συγκεκριμένους τύπους σκαφών, που είχαν επινοηθεί για την αντίστοιχη μέθοδο κατάδυσης.
Στις αρχές του 20ού αιώνα σταμάτησαν να κατασκευάζονται σκάφες.
Στην δεκαετία του 1970 σταμάτησαν να κατασκευάζονται «αχταρμάδες», ενώ οι γυάλες συνέχισαν σποραδικά να κατασκευάζονται γιατί χρησιμοποιούνται πλέον για άλλες χρήσεις, όπως για το ψάρεμα των χταποδιών.
Σήμερα δεν έχει διασωθεί καμία σκάφη, ενώ οι εναπομείναντες αχταρμάδες δεν ξεπερνούν τους 5 - 6 σε όλη την Ελλάδα. Eνας από αυτούς αγοράστηκε πρόσφατα από το μουσείο Καλύμνου, για να αποτελέσει ένα ζωντανό μνημείο της νεότερης ιστορίας του νησιού που ταυτίστηκε για πάνω από ένα αιώνα με την μοίρα της ελληνικής σπογγαλιείας.

 

επιστροφή επάνω

Ο αχταρμάς

 

Πάνω στον αχταρμά, δούλευαν 12 με 24 άντρες

H νέα μέθοδος σπογγαλιείας οδήγησε στην καθιέρωση ενός άλλου τύπου σκάφους που ανταποκρινόταν καλύτερα στις νέες απαιτήσεις. Ο «αχταρμάς» ή «μηχανοκάικο» ήταν μια παραλλαγή του γνωστού τρεχαντηριού, προσαρμοσμένη στην καινούργια χρήση.

Το ολικό μήκος του σκάφους ήταν συνήθως 9 με 10 μέτρα και το πλάτος του λίγο περισσότερο από τα 3 μέτρα του ολικού μήκους. Ο «αχταρμάς» είχε έντονη σιμότητα (καμπυλότητα) στο κατάστρωμα, κατά μήκος και εγκάρσια στον άξονα συμμετρίας του, ώστε τα νερά που έπεφταν πάνω στο κατάστρωμα από τις φουρτουνιασμένες θάλασσες να φεύγουν από τα μπούνια στο παραπέτο του σκάφους.

Πριν την καθιέρωση της εσωλέμβιας μηχανής (γύρω στο 1920) ο «αχταρμάς» είχε ένα κατάρτι με μια παραλλαγή του πανιού σακολέβα.

Το σκάφος του «αχταρμά» ήταν αρκετά φαρδύ με «μάσκες» ώστε να διαθέτει αρκετό χώρο, αλλά και μεγάλη επιφάνεια καταστρώματος αναλογικά με το μέγεθός του. Στο κατάστρωμα δεσπόζουσα θέση είχε η χειροκίνητη αεραντλία (μηχανή) που τροφοδοτούσε τους δύτες με αέρα και οι κουκέτες για την ξεκούραση των δυτών. Στον «αχταρμά» δούλευαν συνήθως 12 με 24 άντρες, εκ των οποίων οι μισοί ήταν δύτες και οι υπόλοιποι πλήρωμα.

Στο νησί Κούταλη και αργότερα στη Νέα Κούταλη Λήμνου αναφέρεται ότι οι σφουγγαράδες χρησιμοποιούσαν εκτός από τον «αχταρμά» και ένα άλλο είδος καϊκιού, τον «γούτσο», επίσης προσαρμοσμένο στην σπογγαλιεία.

Τα πιο γνωστά μέρη που χτιζόντουσαν «αχταρμάδες» ήταν η Σύμη, η Κάλυμνος, η Ύδρα και αργότερα ο Πειραιάς και το Πέραμα.

επιστροφή επάνω

Η γυαλάδικη βάρκα

 

Μοντέλο γυαλάδικης βάρκας

από το Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης Σύμης

 

Ήταν η σκάφη, που ο εξοπλισμός της περιελάμβανε ένα καμάκι με προεκτάσεις  και το γυαλί ή τη γυάλα, δηλαδή έναν μεταλλικό κύλινδρο  με γυαλί στον πυθμένα του για να βλέπουν στο βυθό και να καρφώνουν τα σφουγγάρια. Ήταν η βάρκα των φτωχών σπογγαλιέων.

Το μάζεμα των σφουγγαριών με καμάκι και γυαλί γίνονταν συνήθως από ένα ιδιαίτερο τύπο βάρκας που ονομαζόταν γυαλάδικη ή γυάλα. Οι βάρκες αυτές δεν ξεπερνούσαν τα 7 μέτρα και είχαν πάντα άβακα ή «καθρέφτη» στην πρύμνη.

Οι πιο φημισμένες βάρκες ήταν οι υδραίικοι βαρκαλάδες και ονομάζονταν έτσι γιατί κατασκευάζονταν στην Ύδρα. Ήταν φαρδιές με την πρύμνη πιο ψηλά από την πλώρη και με το πλωριό ποδόσταμα ίσιο και σχεδόν κατακόρυφο. Οι υδραίικοι βαρκαλάδες ήταν ελαφρείς, φτιαγμένοι έτσι ώστε να μεταφέρονται χωρίς δυσκολία στην παραλία και να φορτώνονται με ευκολία πάνω σε μεγαλύτερα σκάφη.

Στις βάρκες αυτές δούλευαν 3 ψαράδες: ένας στο πηδάλιο, ένας στα κουπιά και ένας σε μια θέση που ήταν ειδικά κατασκευασμένη έτσι ώστε έβλεπε με το γυαλί το βυθό, κρατώντας το καμάκι. Στις γυαλάδικες βάρκες που δούλευαν στη Β. Αφρική επέβαιναν τουλάχιστον έξι άτομα, μεταξύ των οποίων και «γυμνοί δύτες», οι οποίοι βουτούσαν σε περίπτωση που κάποιο σφουγγάρι ήταν αρκετά μεγάλο και δεν μπορούσε να πιαστεί με το καλάμι.

επιστροφή επάνω

Η καγκάβα

 

Καγκάβα

 

Τα σκάφη από τα οποία δουλεύονταν το εργαλείο της καγκάβας έπαιρναν συνήθως το ίδιο όνομα, αν και δεν ήταν κατασκευασμένα ως ιδιαίτεροι τύποι.

Οι καγκάβες είχαν γάστρα σε σχήμα βαρκαλά, καραβόσκαρου ή τρεχαντηριού αλλά με ιδιαίτερα ισχυρή πρύμνη απ’ όπου σέρνονταν το εργαλείο. Η χωρητικότητά του σκάφους ήταν 8 με 10 τόνους, ενώ το πλήρωμα αποτελούσαν 4 άντρες. Οι καγκάβες ήταν ιστιοφόρα καΐκια πριν από την καθιέρωση της μηχανής.  

Έφεραν ιστιοφορία σκούνας, πολλάκας, μπρατσέρας ή μεγάλης σακολέβας. Αφαιρώντας ή προσθέτοντας κάποια από τα μικρά πανιά μπορούσαν να ελέγχουν την ταχύτητα του σκάφους κατά την διάρκεια σύρσης στο πυθμένα της θάλασσας.

επιστροφή επάνω

Το ντεπόζιτο

 

 

Εκτός από τα σκάφη με τα οποία εξασκείτο η σπογγαλιεία υπήρχαν και σκάφη με τα οποία τροφοδοτούσαν και υποστήριζαν τα μικρά σφουγγαράδικα. Τα «ντεπόζιτα» ήταν συνήθως δίστηλα καΐκια με πανιά ψάθες. που ταξίδευαν μαζί με τις «σκάφες» και τους «αχταρμάδες», ή κουβαλούσαν τις «γυαλάδικες βάρκες» στις ακτές της Β. Αφρικής. 

Τα ντεπόζιτα (όπως το λέει και η λέξη) κουβαλούσαν τις προμήθειες όπως το νερό και τα τρόφιμα για τους δύτες και τα υπόλοιπα μέρη των πληρωμάτων. Συνήθως ένα ντεπόζιτο υποστήριζε περισσότερα από ένα σπογγαλιευτικά σκάφη, τα οποία έφευγαν από κοντά του με το πρώτο φως της ημέρας και επέστρεφαν όταν είχε πλέον βραδιάσει. Επάνω στο ντεπόζιτο γίνονταν το πρώτο καθάρισμα και πλύσιμο των σφουγγαριών.

επιστροφή επάνω

Το μπακέτο

 

Τρεχαντήρι

 

Οι μπακέτες ήταν σκάφη επικοινωνίας μεταξύ των σφουγγαράδικων και των τόπων προέλευσής τους. 

Συνήθως μετέφεραν τα σφουγγάρια πίσω στην Ελλάδα και γύριζαν πίσω με τρόφιμα, αλληλογραφία, καινούργιους δύτες και πληρώματα. 

επιστροφή επάνω

Η σκάφη 

 

Οι δύτες ελεύθερης κατάδυσης βουτούσαν συνήθως από ένα είδος καϊκιού που ονομάζονταν σκάφη. Το μήκος του καϊκιού έφτανε τα 15 μέτρα και το πλάτος δεν ξεπερνούσε τα 5 μέτρα.

 

"Συμιακές σκάφες", Ξυλογραφία Ν. Οικονομόπουλου 1877

 

Η γάστρα του σκάφους ήταν αρκετά ιδιόρρυθμη με ίσο και προτεταμένο λοξά και προς τα εμπρός πλωριό ποδόσταμα, που το μήκος του ήταν ίσο με το μήκος της καρίνας. Οι σκάφες είχαν σημαντικό βύθισμα και μεγάλο ανάπτυγμα ιστιοφορίας.

Στο μοναδικό τους κεντρικό κατάρτι οι μεγάλες σκάφες είχαν ένα πανί σακολέβα, δυο τετράγωνα πανιά (γάπια και μπαφίγκο), δυο ή τρεις φλόκους και έναν αράπη. Έφεραν επίσης ένα τριγωνικό πανί (μετζάνα). Υπήρχαν ακόμη μικρότερες σκάφες με λιγότερα πανιά και μια παραλλαγή όπου στη θέση της σακολέβας έμπαινε ένα μισολάτινο. Με ούριο άνεμο οι σκάφες έφταναν πολύ γρήγορα στις σπογγοφόρες περιοχές που από τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν συνήθως στα παραλία της Β. Αφρικής. Κατά τη διάρκεια των καταδύσεων η χρήση του μικρού τριγωνικού πανιού στην πρύμνη (μετζάνα) σε συνεργασία με το τιμόνι έδινε τη δυνατότητα ελιγμών και μικροκινήσεων της σκάφης στην προσπάθεια να ακολουθεί τη σύντομη πορεία του δύτη στο βυθό.

Το σχήμα της σκάφης και το μεγάλο ανάπτυγμα της ιστιοφορίας προϋπέθεταν σημαντικό έρμα μέσα στο σκάφος. Στα μακρινά ταξίδια επάνω στη σκάφη βρίσκονταν 7 με 8 άνθρωποι, εκ των οποίων οι 5 ήταν «γυμνοί δύτες».

Το πιο γνωστό ναυπηγικό κέντρο για σκάφες ήταν η Σύμη, γι’ αυτό ήταν συνήθως γνωστές ως «συμιακές σκάφες». Σύντομα σταμάτησε η κατασκευή τους, γιατί η εμφάνιση του σκάφανδρου προκάλεσε το μαρασμό της μεθόδου των «γυμνών δυτών» και κατά συνέπεια τον αφανισμό και της σκάφης.

επιστροφή επάνωΑπό το ένθετο "Επτά Ημέρες" της εφημερίδας "Καθημερινή" στις 13-9-1998
ΣΦΟΥΓΓΑΡΙ ΚΑΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ